- σποδησιλαύρα
- σποδησιλαύρᾱ , σποδησιλαύραstreet-walkerfem nom/voc/acc dualσποδησιλαύρᾱ , σποδησιλαύραstreet-walkerfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σποδησιλαύρα — ἡ, Α πόρνη που τριγυρίζει στα σοκάκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σποδῶ «συνευρίσκομαι παράνομα» + λαύρα, συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek